- προσαναφέρω
- πρόσ-ἀναφέρωbringpres subj act 1st sgπρόσ-ἀναφέρωbringpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαναφέρω — Α [ἀναφέρω] 1. δηλώνω κάτι επιπροσθέτως 2. κοινοποιώ κάτι σε κάποιον 3. αναφέρω σε κάποιον κάτι ζητώντας ταυτόχρονα τη συμβουλή του 4. ζητώ τη γνώμη κάποιου σχετικά με ένα ζήτημα, συμβουλεύομαι κάποιον 5. εκκλ. λατρεύω τον θεό … Dictionary of Greek
προσαναφορά — ἡ, Α [προσαναφέρω] συμπληρωματική αναφορά … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek